Η μέθοδος της Κύριας Δικαιόχρησης ως εργαλείο διεθνούς ανάπτυξης των επιχειρήσεων, σε περίοδο οικονομικής κρίσεως!

Τα τελευταία χρόνια, η δικαιόχρηση (franchising)  επηρεάζει ολοένα και σε μεγαλύτερο βαθμό την οικονομία αυξανόμενου αριθμού χωρών. Τα πιο σημαντικά ονόματα που συνδέονται με τη δικαιόχρηση (McDonalds, Holiday Inn, Yves Rocher, Body Shop)  έχουν γίνει πολύ γνωστά σε όλον τον κόσμο. Αυτή η ανάπτυξη ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο σε μεγάλες διεθνείς αλυσίδες εταιρειών. Με τη βοήθεια της δικαιόχρησης, αυτόχθονα δίκτυα εξαπλώνονται με ταχύτητα ασύλληπτη πριν από είκοσι χρόνια.

Ενόψει της υφιστάμενης οικονομικής κρίσεως η ανάπτυξη επιχειρηματικότητας με την ασφαλή, όπως έχει αποδειχθεί στατιστικώς σε παγκόσμιο επίπεδο, μέθοδο της Δικαιόχρησης (franchising) αποτελεί μονόδρομο.

Παρά τη χωρίς προηγούμενο επιτυχία της δικαιόχρησης, υπάρχει τεράστια άγνοια ως προς την ακριβή φύση αυτού του τύπου επιχείρησης, όπως και ως προς τα νομικά και πρακτικά ζητήματα που προκύπτουν και τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπισθούν από κάποιον επιχειρηματία που θα λάβει υπ΄ όψιν του τη δυνατότητα χρήσης της δικαιόχρησης.

Το Διεθνές Ινστιτούτο για την Ενοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου, γνωστό ως  Unidroit., έχοντας συνείδηση των πραγματικών πλεονεκτημάτων της δικαιόχρησης και της δυνατότητάς της να λειτουργεί ως παράγοντας προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας,  και με δεδομένο ότι οι συμφωνίες κυρίας δικαιόχρησης είναι η πιο κοινή συμφωνία στη δικαιόχρηση σε διεθνές επίπεδο.  αποφάσισε να δημοσιεύσει έναν Οδηγό για τις Βασικές Διεθνείς Ρυθμίσεις για τη Δικαιόχρηση (Guide to International Master Franchise Arrangements). Ο σκοπός αυτού του Οδηγού  είναι η διάδοση των υπαρχουσών γνώσεων, προσφέροντας σε όλους όσους ασχολούνται με τη δικαιόχρηση, ασχέτως αν είναι επιχειρηματίες, δικηγόροι, δικαστές, διαιτητές ή θεωρητικοί μελετητές, ένα νομικό έγγραφο για την καλύτερη κατανόηση των δυνατοτήτων που αυτή προσφέρει.


Συμφωνίες Κύριας Δικαιόχρησης

Στις συμφωνίες κυρίας δικαιόχρησης, ο δικαιοπάροχος (franchisor) προσφέρει σε κάποιο άλλο πρόσωπο, τον υπο-δικαιοπάροχο (master franchisee) το δικαίωμα, που σε μερικές περιπτώσεις θα είναι αποκλειστικό, να δίνει δικαιόχρηση στους υπο-δικαιοδόχους (sub-franchisees) σε μία συγκεκριμένη περιοχή (όπως είναι μία χώρα) και/ή να ανοίγει καταστήματα μόνος του. Ο υπο-δικαιοπάροχος (master franchisee)  πληρώνει το δικαιοπάροχο για αυτό του το δικαίωμα. Αυτή η οικονομική συνεισφορά συχνά παίρνει τη μορφή αρχικής αμοιβής (master franchise fee), η οποία με τη σειρά της μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, και / ή να συνεχισθούν οι αμοιβές δημιουργώντας έτσι κάποιο ποσοστό από το εισόδημα που ο υπο-δικαιοπάροχος παίρνει από τα καταστήματα υπο-δικαιόχρησης. Η μορφή της οικονομικής συνεργασίας ποικίλλει από χώρα σε χώρα και από δικαιόχρηση σε δικαιόχρηση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η χρήση των κύριων συμφωνιών δικαιόχρησης δεν περιορίζεται στη διεθνή δικαιόχρηση και ότι, αυτές οι συμφωνίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στο πλαίσιο της δικαιόχρησης σε τοπικό επίπεδο.

Στις συμφωνίες κύριας δικαιόχρησης εμπλέκονται δύο συμφωνίες: μία διεθνής συμφωνία μεταξύ του δικαιοπάροχου και του υπο-δικαιοπάροχου (η κύρια συμφωνία δικαιόχρησης) (master franchise agreement), και η τοπική συμφωνία δικαιόχρησης μεταξύ του υπο-δικαιοπάροχου και του καθενός από τους υπο-δικαιοδόχους (συμφωνία υπο-δικαιόχρησης) (sub-franchise agreement). Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του δικαιοπάροχου (franchisor) και των υπο-δικαιοδόχων (sub-franchisees), αν και σε μερικές χώρες η νομοθεσία που αφορά στην πνευματική ιδιοκτησία τους συνδέεται άμεσα, και αυτό είναι απαραίτητο όταν πρόκειται για θέματα που αφορούν σε αυτά τα ιδιαίτερα δικαιώματα. Ο υπο-δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα να δώσει άδεια στους υπο-δικαιοδόχους όπως ο δικαιοπάροχος στην περιοχή του, και αναλαμβάνει τα καθήκοντα του δικαιοπάροχου προς τους υπο-δικαιοδόχους. Ο υπο-δικαιοπάροχος είναι υπεύθυνος για την επιβολή των συμφωνιών υπο-δικαιόχρησης όπως και για τη γενική εξέλιξη του δικτύου στη χώρα ή στην περιοχή που του έχει δοθεί το δικαίωμα να δραστηριοποιηθεί. Είναι καθήκον του υπο-δικαιοπάροχου να επεμβαίνει εάν κάποιος υπο-δικαιοδόχος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του. Στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ του δικαιοπάροχου και των υπο-δικαιοδόχων, ο δικαιοπάροχος κανονικά δε θα έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει άμεσα για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση από τους υπο-δικαιοδόχους, αλλά θα έχει τη δυνατότητα να ενάγει τον υπο-δικαιοπάροχο με την κατηγορία της έλλειψης αποδοτικότητας, εάν ο τελευταίος δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να επιβάλει τις συμφωνίες υπο-δικαιόχρησης όπως αυτές ορίζονται από την κύρια συμφωνία δικαιόχρησης.


Bασικά πλεονεκτήματα της κύριας δικαιόχρησης

Όπως συμβαίνει και με όλες τις περιπτώσεις που αφορούν παρόμοια θέματα, η κύρια δικαιόχρηση έχει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για τα εμπλεκόμενα μέρη.
Για το δικαιοπάροχο, τα πλεονεκτήματα συμπεριλαμβάνουν την πιθανότητα επέκτασης του δικτύου χωρίς να γίνουν τόσες επενδύσεις όσες θα ήταν απαραίτητες εάν δημιουργείτο από την αρχή επιχείρηση σε άλλο κράτος (θυγατρική), παρ΄ όλο που οι επενδύσεις που απαιτούνται ακόμα και με την μορφή της κύριας δικαιόχρησης, ίσως προκύψουν υψηλότερες από ότι θα εκτιμούσαν πολλοί δικαιοπάροχοι πριν αρχίσουν τη συμφωνία.
Ακόμα, η χώρα του δικαιοπάροχου και η χώρα του υπο-δικαιοπάροχου πιθανότατα θα διαφέρει σημαντικά ως προς τα πολιτισμικά στοιχεία, τα έθιμα και τις παραδόσεις, τη νομοθεσία, τη γλώσσα και τη θρησκεία για να μην αναφέρουμε και τους κοινωνικούς και τους οικονομικούς παράγοντες. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό για το δικαιοπάροχο να έχει τη δυνατότητα να στηρίζεται σε κάποιο πρόσωπο ή σε οντότητα που θα έχει σχέση με τη χώρα στην οποία αφορά η συμφωνία και που θα ξέρει πως λειτουργεί η τοπική γραφειοκρατία, ποιες από τις νομικές διαδικασίες είναι απαραίτητο να εκπληρώνονται και που θα είναι σε θέση να συμβουλεύσει το δικαιοπάροχο για τις τροποποιήσεις που είναι απαραίτητες για την προσαρμογή του συστήματος στις τοπικές συνθήκες. Ακόμα,  η γεωγραφική απόσταση μεταξύ της χώρας του δικαιοπάροχου και αυτής που σκοπεύει να επεκτείνει το δίκτυο του, μπορεί να είναι τέτοια που να καθιστά δύσκολο για το δικαιοπάροχο να ελέγχει την αποδοτικότητα της επιχείρησης. Κατά συνέπεια, η προσφορά βοήθειας από κάποιον τοπικό υπο-δικαιοπάροχο που θα έχει τη δυνατότητα να ενεργεί στη θέση του δικαιοπάροχου στη χώρα αυτή, είναι ύψιστης σημασίας. Ο δικαιοπάροχος κανονικά, θα αναλάβει να προσφέρει στον υπο-δικαιοπάροχο διάφορες υπηρεσίες, ωστόσο, ο υπο-δικαιοδόχος, στηριζόμενος στο σύστημα, θα αναλάβει σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη για την επιχείρηση, Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, ο ρόλος του δικαιοπάροχου δε θα πρέπει να υποτιμάται.

Ένα μεγάλο πλεονέκτημα της δικαιόχρησης γενικά είναι το γεγονός ότι ο δικαιοδόχος απολαμβάνει το δικαίωμα να επενδύει σε μία γνωστή και δοκιμασμένη επιχείρηση. Ως ένα σημείο αυτό αληθεύει και όσον αφορά τη διεθνή κύρια δικαιόχρηση, παρ΄ όλο που το κατά πόσο είναι γνωστό ένα συγκεκριμένο σύστημα δικαιόχρησης στη χώρα του υπο-δικαιπάροχου, ποικίλει σε μεγάλο βαθμό. Οι πιο φημισμένες δικαιοχρήσεις είναι γνωστές σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο. Άλλες είναι λιγότερο γνωστές ή είναι γνωστές σε λιγότερες χώρες, έχουν όμως μεγάλη δυνατότητα επιτυχίας. Δηλαδή, συμφέρει πολύ τον υπο-δικαιοπάροχο να επενδύσει σε αυτές, ακόμα και εάν χρειάζεται και χρόνος και προσπάθεια για να γίνει το σύστημα γνωστό στη χώρα του. Η τεχνογνωσία που έχει σχέση με τη δικαιόχρηση ίσως να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τον υπο-δικαιοπάροχο. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι υπο-δικαιοπάροχοι έχουν συχνά εμπορικές επιχειρήσεις με δικά τους κεφάλαια και δική τους τεχνογνωσία. Στην πραγματικότητα, οι υπο-δικαιοπάροχοι πρέπει να έχουν μεγάλη ισχύ, καθώς το κεφάλαιο που θα χρειασθεί για να αναπτυχθεί το δίκτυο είναι μεγάλης σημασίας. Δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο ο υπο-δικαιοπάροχος να είναι μεγαλύτερος από το δικαιοπάροχο.

Κοινά προβλήματα στην κύρια δικαιόχρηση

Οι τρεις βασικές περιοχές για τις οποίες οι δικαιοπάροχοι έχουν εκφραστεί αρνητικά είναι ο περιορισμένος έλεγχος του δικαιοπάροχου στο δίκτυο δικαιόχρησης, τα προβλήματα που συνδέονται με τον τερματισμό της συμφωνίας κύριας δικαιόχρησης και το μοίρασμα του εισοδήματος που προέρχεται από τις αμοιβές.

Περιορισμένος έλεγχος του δικαιοπάροχου στο δίκτυο δικαιόχρησης
Εμπιστευόμενος την ίδρυση, την επιτήρηση και τον έλεγχο του δικτύου δικαιόχρησης όπως και τα εμπορικά του σήματα σε κάποιον υπο-δικαιοπάροχο, ο δικαιοπάροχος έχει ως ένα σημείο παραδώσει τον έλεγχο του συστήματος δικαιόχρησης, συμπεριλαμβανομένων και των εμπορικών σημάτων του, στον υπο-δικαιοπάροχο. Αυτός ο μειωμένος έλεγχος από την πλευρά του δικαιοπαρόχου είναι το άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τυπικά, δεν υπάρχει άμεση συμβατική σχέση μεταξύ του δικαιοπάροχου και των υπο-δικαιοδόχων. Ο δικαιοπάροχος έτσι, είναι υποχρεωμένος να βασίζεται στον υπο-δικαιοπάροχο για να επιβάλλει τις συμφωνίες υπο-δικαιόχρησης και τα δικαιώματά του, όπως είναι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, για τα οποία πρέπει να εξασφαλίσει ότι δε θα καταπατηθούν. Καθώς ο υπο-δικαιοπάροχος ενδιαφέρεται στον ίδιο βαθμό με το δικαιοπάροχο για τη σωστή λειτουργία του δικτύου και την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ο δικαιοπάροχος θα έχει συνήθως τη δυνατότητα να βασίζεται στον υπο-δικαιοπάροχο για να ενεργεί σε περίπτωση καταπάτησης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή κακής λειτουργίας του δικτύου. Ωστόσο ανακύπτουν προβλήματα όπου ο υπο-δικαιοπάροχος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του όπως πρέπει.

Νομικά, ο δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα να επιβάλει τους όρους της συμφωνίας κύριας δικαιόχρησης που απαιτούν από τον υπο-δκαιοπάροχο να ιδρύει, να επιτηρεί και να ελέγχει το σύστημα δικαιόχρησης και τα εμπορικά του σήματα. Είναι ωστόσο δικαίωμα  ιδιαίτερα δύσκολο να επιβληθεί από πρακτική άποψη. Σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργούνται κατευθείαν συμβατικές σχέσεις μεταξύ του δικαιοπάροχου και των υπο-δικαιοδόχων, κάνοντας π.χ. το δικαιοπάροχο μέρος της συμφωνίας υπο-δικαιόχρησης. Παρ΄ όλο που ώντας μέρος της συμφωνίας υπο-δικαιόχρησης, ίσως του επιτραπεί να δρα εκεί όπου δε δρα ο υπο-δικαιοπάροχος, η παραπάνω τακτική συνήθως αποφεύγεται από τους δικαιοπάροχους, καθώς ο βασικός στόχος της κύριας δικαιόχρησης πιθανόν να παραμερισθεί, όταν ο δικαιοπάροχος γίνεται άμεσα υπεύθυνος ως προς τους υπο-δικαιοδόχους. Παρ΄ όλο που μία προσεκτικά διευθετημένη συμφωνία μεταξύ του δικαιοπάροχου, του υπο-δικαιοπάροχου και των υπο-δικαιοδόχων και η προσεκτικά δομημένη κύρια συμφωνία και συμφωνία υπο-δικαιόχρησης, μπορούν να μετριάσουν τα προβλήματα του μειωμένου ελέγχου, η φύση της κύριας δικαιόχρησης κάνει αδύνατη την ολοκληρωτική αποφυγή αυτών των προβλημάτων.
Ενώ ο δικαιοπάροχος θεωρεί ότι ο έλεγχος που ασκεί στις ενέργειες του υπο-δικαιοπάροχου είναι πολύ περιορισμένος, ο υπο-δικαιοπάροχος θεωρεί ότι ο δικαιοπάροχος ασκεί πολύ έλεγχο. Αυτό είναι κατανοητό, εάν λάβουμε υπ΄ όψιν μας ότι ο υπο-δικαιοπάροχος είναι επιχειρηματίας με το δικό του τρόπο, με μεγάλη εμπειρία και επαγγελματικές γνώσεις στην περιοχή που του έχουν εμπιστευθεί.

Προβλήματα με την καταγγελία των συμφωνιών κύριας δικαιόχρησης
Η φύση της κύριας δικαιόχρησης είναι τέτοια που είναι δύσκολο για το δικαιοπάροχο να ασκήσει το δικαίωμα του να καταγγείλει μία συμφωνία κύριας δικαιόχρησης. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο δικαιοπάροχος συνεχίζει να έχει μία μη κερδοφόρα και μη επιθυμητή επιχειρηματική σχέση με τον υπο-δικαιοπάροχο. Οι δυσκολίες που εμπλέκονται στην καταγγελία των συμφωνιών κύριας δικαιόχρησης έχουν σχέση ειδικά με το αντίκτυπο μίας τέτοιας καταγγελίας στους υπο-δικαιοδόχους. Παρ΄ όλο που οι υπο-δικαιοδόχοι δεν είναι μέρη της συμφωνίας κύριας δικαιόχρησης, τα δικαιώματα που παρέχονται από τις συμφωνίες υπο-δικαιόχρησης προέρχονται από τη συμφωνία κύριας δικαιόχρησης και κατά συνέπεια η τύχη τους εξαρτάται από τη συμφωνία κύριας δικαιόχρησης. Η ανικανότητα να ευρεθούν αποδεκτές λύσεις ως προς την καταγγελία, ιδιαίτερα όσον αφορά τους υπο-δικαιοδόχους, είναι ένα από τα σημαντικότερα αρνητικά στοιχεία της συμφωνίας κύριας δικαιόχρησης. Οι επιπτώσεις θα πρέπει να εξετασθούν λεπτομερώς, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Από τη μία πλευρά, υπάρχουν προβλήματα στην καταγγελία της συμφωνίας κύριας δικαιόχρησης, από την άλλη όμως ο υπο-δικαιοπάροχος δεν έχει καμμία εγγύηση ότι η συμφωνία θα ανανεώνεται. Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τις απαραίτητες επενδύσεις από μέρους του υπο-δικαιοπάροχου, αυτή η αβεβαιότητα αποτελεί μειονέκτημα που θα πρέπει να υπολογισθεί κατά τη διάρκεια της εκτίμησης της δικαιόχρησης .

Βασικό συμπέρασμα είναι ότι το franchise  και ειδικότερα η μέθοδος της κύριας δικαιόχρησης (master franchising)   όλο και περισσότερο αναδεικνύεται σε δυναμικό και αξιόπιστο εργαλείο διεθνούς ανάπτυξης, τόσο για τις μεγάλες επιχειρήσεις όσο και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή και τους νέους επιχειρηματίες. Αυτό που αναδεικνύεται ως καθήκον όλων μας -αλλά και της πολιτείας πλέον- είναι η περαιτέρω ενίσχυση του θεσμού της Δικαιόχρησης και η εξωστρέφεια των Ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί μονόδρομο για την ανάπτυξη τους σε διεθνές επίπεδο.

Ο Σωτήρης Γιαννακάκης είναι Δικηγόρος PhD (ΔΠΘ), LL.M HARVARD
Νομικός Σύμβουλος και Υπεύθυνος Διεθνούς Ανάπτυξης της TOP FRANCHISES Hellas
Νομικός Σύμβουλος και Υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος
Πρ. Νομικός Σύμβουλος του Διεθνούς Συμβουλίου Franchise  (WFC)
Νομικός Σύμβουλος της Μεσογειακής Ομοσπονδίας Franchise (MFF)
Μέλος της Νομικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Franchise (EFF)