Με συνεταιριστική βάση 19.000 γαλακτοπαραγωγών, παγκόσμια εμβέλεια και μετόχους τους ίδιους τους παραγωγούς που είναι ανεξάρτητοι επιχειρηματίες, η FrieslandCampina αποτελεί σίγουρα ένα από τα πιο επιτυχημένα μοντέλα επιχείρησης με συνεταιριστική παράδοση

Εν αντιθέσει με το τι συνέβη στην Ολλανδία το 1871, όταν μια ομάδα κτηνοτρόφων έβαζε τα θεμέλια για τη δημιουργία της Friesland, στην Ελλάδα το συνεταιριστικό κίνημα ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον κακό του εαυτό. Τουναντίον, η πλειονότητα των συνεταιρισμών συνδέθηκαν με το κράτος, με επιδοτήσεις και "καμένα" λεφτά. Μοναδικό ίσως παράδειγμα συνεταιρισμού που προσπαθεί, και μέχρι στιγμής φαίνεται να το επιτυγχάνει, να ξεπεράσει τα κακώς κείμενα αυτής της παθογένειας, είναι ο ΘΕΣγάλα.

Σύγκριση μεταξύ της FrieslandCampina και του ΘΕΣγάλα σίγουρα δεν μπορεί να γίνει. Τα μεγέθη, η πορεία, η γκάμα των προϊόντων και το μοντέλο ανάπτυξης απέχουν έτη φωτός. Κι όμως ο ΘΕΣγάλα, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην εγχώρια κτηνοτροφία, η οποία δέχεται ισχυρές πιέσεις λόγω των εισαγωγών φθηνότερης πρώτης ύλης άρα και της πτώσης της τιμής παραγωγού αλλά και της κατάρρευσης της κατανάλωσης -πτώση πάνω από 10% το 2016 και πρόβλεψη για υψηλό μονοψήφιο ποσοστό μείωσης των πωλήσεων τη φετινή χρονιά.

Βέβαια για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα να περάσει τις παιδικές ασθένειες (ο συνεταιρισμός ιδρύθηκε μόλις το 2011 και κατέβηκε στην κατανάλωση με τα ATMs του πριν από 3,5 χρόνια), να πάρει το ρίσκο και να παίξει στη μεγάλη κατηγορία, να ανοίξει την ομάδα των παραγωγών του και να διευρύνει περαιτέρω τις δραστηριότητες του και στο κομμάτι της μεταποίησης.

Η στιγμή είναι κομβική για την επόμενη ημέρα του συνεταιρισμού, ο οποίος μπορεί να έχει καταφέρει να δημιουργήσει brand name, ωστόσο οι άνθρωποι του γνωρίζουν καλύτερα πως σε μια αγορά όπου λεφτά δεν υπάρχουν και η κατανάλωση καταρρέει, θα πρέπει, αν θέλουν να κεφαλαιοποιήσουν αυτή τη δυναμική, να προχωρήσουν σε κινήσεις τέτοιες που θα τους εξασφαλίσουν ρευστότητα και προοπτική για το μέλλον.


Στο πλαίσιο αυτό ο συνεταιρισμός αποφάσισε να "πουλήσει" σε επενδυτές 15 υπάρχοντα καταστήματα που διαθέτει στον νομό Θεσσαλονίκης με τη μέθοδο του Franchise. Ήδη οι αιτήσεις για αυτά τα 15 αυτά σημεία έχουν φθάσει τις 300 ενώ το επόμενο διάστημα θα γίνει το ξεκαθάρισμα ποιοι από τους 300 θα γίνουν οι νέοι συνεργάτες του συνεταιρισμού. Το μέσο κόστος της επένδυσης ανέρχεται στα 95.000 ευρώ, εκ των οποίων τα 65.000 ευρώ θα πρέπει να καταβληθούν άμεσα και τα υπόλοιπα σε βάθος πενταετίας. Μέσω αυτής της κίνησης ο ΘΕΣγάλα επιδιώκει να βάλει στα ταμεία του 1,5 εκατ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα καταστήματα που θα "τρέξουν" οι επενδυτές, αυτά θα αποκτήσουν πόρτα, πάγκο και πωλητές ενώ πέραν από τα προϊόντα του συνεταιρισμού, δηλαδή γάλα, γιαούρτι και τυροκομικά θα πωλούν και άλλα τοπικά προϊόντα διατροφής.

Παράλληλα ο Συνεταιρισμός εισέρχεται και στην υπηρεσία διανομής όλων των προϊόντων του κατ’ οίκον, σε πρώτη φάση πιλοτικά στη Λάρισα, ενώ ξεκινά να "σερβίρει” μικρά σημεία λιανικής σε Κατερίνη, Χαλκδική, Θεσσαλονίκη και Αθήνα με δικά του φορτηγά. Στόχος σε βάθος χρόνου να καλύψει όλη την επικράτεια προκειμένου τα προϊόντα του να βρεθούν σε μίνι μάρκετ και περίπτερα. Μέχρι στιγμής απορρίπτει το ενδεχόμενο τα προϊόντα του να μπουν στα ράφια της μεγάλης λιανικής, αν και σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς κρούσεις για συνεργασία έχουν γίνει από μεγάλα δίκτυα, ενδεχόμενο πάντως που δεν πρέπει να αποκλείεται στο μέλλον.

Την ίδια στιγμή σχέδια υπάρχουν και για νέες επενδύσεις ύψους 10 εκατ. ευρώ οι οποίες θα κατευθυνθούν στο κομμάτι της μεταποίησης (ήδη ο Συνεταιρισμός διαθέτει μονάδα επεξεργασίας και εμφιάλωσης γάλακτος). Κίνηση η οποία θα σημάνει τη μετεξέλιξη του Συνεταιρισμού σε μια γαλακτοβιομηχανία με συνεταιριστική βάση. Μετάβαση μέσω της οποίας, αν υλοποιηθεί, ο Συνεταιρισμός, θα μπορέσει να καλύψει σε πρώτη φάση τις οποίες, εξ αντανακλάσεως πιέσεις δέχεται, λόγω της κατάρρευσης της κατανάλωσης και της μείωσης των πωλήσεων των εγχώριων γαλακτοβιομηχανιών οι περισσότερες εκ των οποίων είναι πελάτες του. Σήμερα ο ΘΕΣγάλα, ο οποίος παράγει καθημερινά 120 τόνους γάλακτος, δηλαδή το 10% της εγχώριας παραγωγή, έχει κλειστά συμβόλαια με μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες στις οποίες κατευθύνεται το 60% της παραγωγής του ενώ το υπόλοιπο 40% διατίθεται μέσω του δικτύου των καταστημάτων. Σε ότι αφορά τα οικονομικά του μεγέθη το 2015 οι πωλήσεις του υποχώρησαν στα 25 εκατ. ευρώ από 27 εκατ. ευρώ που ήταν το 2014 ενώ το 2016 εκτιμάται ότι ξεπέρασαν τα 30 εκατ. ευρώ.


Διαβάστε το πρωτότυπο στο Capital.gr